- υποτεταγμένως
- ΜΑεπίρρ. βλ. υποτάσσω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποτεταγμένως — ὑποτάσσω place perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτάσσω — ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [τάσσω / τάζω] 1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα… … Dictionary of Greek